πιστοτέρῳ

πιστοτέρῳ
πιστός 1
liquid
masc/neut dat comp sg
πιστός 2
to be trusted
masc/neut dat comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιστοτερώ — έω, Μ παρέχω μεγαλύτερη πίστη, δηλ. είμαι άξιος εμπιστοσύνης περισσότερο από κάποιον άλλο («τά πράγματα πιστοτεροῡσι τῶν ρημάτων», Αναστ. Σιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκρ. πιστότερος τού πιστός (πρβλ. υπέρτερος > υπερτερώ)] …   Dictionary of Greek

  • πιστοτέρωι — πιστοτέρῳ , πιστός 1 liquid masc/neut dat comp sg πιστοτέρῳ , πιστός 2 to be trusted masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”